- βαλλόντων
- βάλλωthrowpres part act masc/neut gen plβάλλωthrowpres imperat act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προχύται — αἰ, Α 1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται* («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.) 2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυτός (<… … Dictionary of Greek